- τελειόφοιτος
- [тэлиофитос] ουσ. вырусник.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
τελειόφοιτος — η, ο, Ν 1. μαθητής ή σπουδαστής που έχει τελειώσει τη φοίτηση σε μέση, ανώτερη ή ανώτατη σχολή 2. μαθητής ή σπουδαστής που βρίσκεται στο τελευταίο έτος τών σπουδών του. [ΕΤΥΜΟΛ. < τέλειος + φοιτος (< φοιτώ) πρβλ. από φοιτος. Η λ.… … Dictionary of Greek
τελειόφοιτος — η, ο αυτός που φοιτά στο τελευταίο έτος κάποιου σχολείου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Βιζυηνός, Γεώργιος — (Βιζύη, Θράκη 1849 – Αθήνα 1896).Ποιητής, πεζογράφος και λόγιος. Τραγική φυσιογνωμία, γεννήθηκε σε μια πολύ φτωχή οικογένεια, που την χτύπησε ο θάνατος. Έμαθε τα πρώτα γράμματα στο χωριό του με πολλές διακοπές. Σε ηλικία 10 ετών άρχισε η… … Dictionary of Greek